ὕφεαρ

ὕφεαρ
ὕφεαρ, αρος (not ᾰτος), τό, Arcadian name for
A mistletoe, Viscum album, growing on the πρῖνος (here = Quercus coccifera), Thphr.HP 3.16.1, CP2.17.1: ὑφέαρ· τὸ ἐπιφυόμενον ταῖς πεύκαις καὶ ταῖς ἐλάταις, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ύφεαρ — έαρος, τὸ, Α (στους Αρκάδες) ο ιξός που φύεται στα πεύκα ή στα έλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. ὕφεαρ είναι σύνθ. από το ὑ/ὐ*, κυπριακό τ. πρόθεσης ισοδύναμο τού επί, και έναν τ. *φέFαρ αναγόμενο στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”